σφυροκόπημα

σφυροκόπημα
το, Ν
1. η ενέργεια τού σφυροκοπώ, κατεργασία μετάλλου με τη σφύρα, σφυρηλασία
2. μτφ. καταφορά συνεχών πληγμάτων εναντίον αντιπάλου («το σφυροκόπημα τού πυροβολικού συνεχίστηκε από τα χαράματα ώς το μεσημέρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ., στον πληθ. σφυροκοπήματα, μαρτυρείται από το 1816 στον Στεφ. Καραθεοδωρή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφυροκόπημα — το, ατος και σφυροκόπηση, η 1. χτύπημα με σφυρί. 2. μτφ., συνεχή πλήγματα εναντίον κάποιου με οποιοδήποτε μέσο: Το σφυροκόπημα του στόχου συνεχιζόταν όλη τη μέρα. – Η κυβέρνηση δέχτηκε στη βουλή άγριο σφυροκόπημα από την αντιπολίτευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… …   Dictionary of Greek

  • σφυρηλασία — η, ΝΑ [σφυρηλατῶ] κατεργασία μετάλλων με σφύρα νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) σφυροκόπημα 2. τεχνολ. η σφυρηλάτηση 3. μτφ. διάπλαση, διαμόρφωση χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

  • σφυροκόπηση — η, Ν το σφυροκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ. σφυροκόπησις, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • σφυροκόπι — το, Ν το σφυροκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ / σφυροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”