- σφυροκόπημα
- το, Ν1. η ενέργεια τού σφυροκοπώ, κατεργασία μετάλλου με τη σφύρα, σφυρηλασία2. μτφ. καταφορά συνεχών πληγμάτων εναντίον αντιπάλου («το σφυροκόπημα τού πυροβολικού συνεχίστηκε από τα χαράματα ώς το μεσημέρι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ., στον πληθ. σφυροκοπήματα, μαρτυρείται από το 1816 στον Στεφ. Καραθεοδωρή].
Dictionary of Greek. 2013.